ουσιώ

ουσιώ
οὐσιῶ, -όω (Α) [ουσία]
1. δίνω υπόσταση, δημιουργώ
2. παθ. οὐσιοῡμαι, -όομαι
υπάρχω ή έχω ουσία («φωνὴ οὐδεμία οὐσίωται, εὐτυχεῑν δὲ καὶ δυστυχεῑν οὐσίαις τισὶν ἐπιλέγεται», Ευστ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ουσίωσις — οὐσίωσις, ἡ (ΑΜ) [ουσιώ] η δημιουργία ύπαρξης, η γένεση …   Dictionary of Greek

  • ουσιωτός — οὐσιωτός, ή, όν (Α) [ουσιώ] αυτός που μπορεί να γίνει ουσία …   Dictionary of Greek

  • συνουσιοουσιωτής — ὁ, Μ μία από τις προσφωνήσεις τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνουσία + οὐσιῶ «δίνω υπόσταση, δημιουργώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”